Κάποιοι αποκαλούν τον Ταϋγετο βουνό, ωστόσο από άποψη έκτασης και ποικιλότητας είναι ξεκάθαρα ένα ορεινό σύμπλεγμα, μια οροσειρά. Αυτό όμως που μας μάγεψε από την αρχή και αποτέλεσε κίνητρο για να γράψουμε ένα βιβλίο πεζοπορίας και περιήγησης, ήταν τα τείχη του Ταϋγετου: τα πρώτα υψώματα και βουνά (ακόμη και πανύψηλα βουνά όπως το Χαλασμένο) που κρύβουν από πίσω τους έναν άλλο κόσμο, το βουνό μέσα στο βουνό. Έναν κόσμο που κατοικήθηκε συστηματικά εδώ και εκατοντάδες χρόνια, απομεινάρια του οποίου στέκουν ακόμη είτε ως ερείπια είτε ως μικροί θερινοί οικισμοί, βοσκοτόπια και πεζούλες, μισογκρεμισμένες εκκλησίες και φυσικά τα πιο απίστευτα καλντερίμια – μνημεία του μόχθου και της μαστοριάς των κατοίκων του από τις εποχές χωρίς αμαξιτούς δρόμους.
Ξεκινώντας από τη θέση δασικής αναψυχής του Μαγγανιάρη, ανηφορίσαμε προς το καταφύγιο του ΕΟΣ Σπάρτης, θαυμάζοντας την πυκνή εξάπλωση του κυρίαρχου έλατου. Νωρίς το πρωί βάλαμε πορεία για πόρτες, έχοντας που και που αμφιβολίες για το αν θα καταφέρουμε να σταθούμε όρθιοι στην κορυφογραμμή από τον λυσαλλέο άερα. Ατενίζοντας ψηλά, είδαμε το γκρουπ που κατέβαινε από τη διανυκτέρευση στον Προφήτη Ηλία, αναφωνόντας ότι υπάρχουν και δυσκολότερα. Διερωτώμενοι συχνά για το αν το μονοπάτι προς Πόρτες είναι όντως αρχαίο, αφήσαμε την ώρα να περάσει και αψηφώντας τον αέρα που λυσσομανούσε συνεχίσαμε προς την κορυφογραμμή και τις ράχες που οδηγούν στο διάσελο του Χαλασμένου. Εκεί αποκαλύπτεται όλο το βουνό μέσα στο βουνό, νότια έως το Σαγγιά και βόρεια έως όπου φτάνει το μάτι. Εκεί κατοίκησαν άνθρωποι που για ποικίλλους λόγους θέλησαν να μείνουν κρυμμένοι και απρόσιτοι.
Η διαδρομή συνέχισε κάτω από το διάσελο του Χαλασμένου προς τη γούβα και κοιλάδα του ρέματος “Στενό Λαγκάδι”. Ίχνη κατοίκησης, πεζούλες ακόμη και στο αλπικό κομμάτι, παλιές καλλιέργειες, αλώνια, τμήματα καλντεριμιού – αριστοτεχνικού αρχιτεκτονήματος συνέθεσαν ένα τοπίο άγριο, θελκτικό, δύσβατο και ασπίλωτο, για πολλές δεκαετίες τώρα, με μοναδικούς επισκέπτες κριάρια, βοοειδή και άγρια ζώα. Ούτε καν ανθρώπους, αφού τα μονοπάτια εδώ υφίστανται πολύ συχνά τον αντίκτυπο των ανελέητων δυνάμεων της φύσης: κατολισθήσεις, προσχώσεις και φερτά υλικά έκλεισαν τμήματα των καλντεριμιών και έκαναν τον εντοπισμό τους και την διέλευσή μας άθλο.
Φτάνοντας τελικά στις όχθες του άνυδρου Στενού Λαγκαδιού, περπατήσαμε στις κροκάλες μέχρι να διασταυρωθούμε με το φαράγγι του Βυρού, που αποδίδει άλλη μια μακριά πορεία, πιθανώς την χάραξη της αρχαίας Βασιλικής Οδού, περπατώντας εκατέρωθεν αλλά και πάνω στα τεράστια βότσαλα του ρέματος του Βυρού που ούτε αυτό μας έκανε τη χάρη να ξεδιψάσουμε σε κάποια δροσερή πηγή. Θαυμάζοντας τα λείψανα της κατοίκησης, πυκνής για τα δεδομένα της τότε εποχής, φτάσαμε το απόγευμα στο Εξωχώρι. Η συζήτηση με ένα γηραιό ζευγάρι – ντόπιους κατοίκους, έφερε στην επιφάνεια τις πληροφορίες που συνθέτουν το παζλ της πολυποίκιλλης ιστορίας του Ταϋγέτου. Ακόμη και πριν από 100 χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι κατοικούσαν συνολικά στους ορεινούς οικισμούς του Ταϋγέτου, από τη Λουσίνα μέχρι τη Βασιλική κι ακόμη πιο νότια. Ότι λόγους και να είχαν για να διαβιούν μια σκληρή ορεινή ζωή, είμαστε σίγουροι ότι απολάμβαναν τα εκθαμβωτικά τοπία, κορυφές και την φυσική ησυχία του βουνού, όσο κι εμείς.
Comments