Εισαγωγή
Τι είναι η Πίνδος; Πώς ορίζεις μια οροσειρά στη χώρα που πάνω από το 70% των εδαφών της είναι ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις; Όλοι έχουμε ακούσει ή διαβάσει ότι εκτείνεται από τον Γράμμο στα σύνορα της χώρας μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι επιμέρους ενότητες της οροσειράς συνδέονται γεωμορφολογικά και γεωλογικά, αναδύεται το ερώτημα γιατί δεν αναφέρεται η Πίνδος ως ενιαία οροσειρά παντού και πάντα;
Αυτά και άλλα ερωτήματα μας απασχολούν σε αυτό το άρθρο, όπου ερευνώντας πηγές και μελετώντας την οροσειρά με τη βοήθεια της χαρτογραφίας και της δορυφορικής τηλεπισκόπησης περιγράφουμε τα όρια της Πίνδου. Η πλήρης λίστα βιβλιογραφίας βρίσκεται στο τέλος του άρθρου.
Οι ορισμοί και τα προβλήματά τους
Κλειδί για την κατανόηση του ορεινού χώρου είναι οι όροι βουνό (όρος)και οροσειρά. Παράγοντες όπως η διαφορετική μορφολογία και το ύψος των βουνών και η διαφορετική αντίληψη (από χώρα σε χώρα) για τις εξάρσεις του εδάφους συνετέλεσαν στο να υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί, κυρίως όσον αφορά το ελάχιστο υψόμετρο μετάβασης από λόφο σε βουνό. Πολύπλοκοι διαχωρισμοί εννοιών, όπως βουνό, όρος, οροσειρά, ορεινό σύμπλεγμα, δυσχεραίνουν περαιτέρω την απλή κατανόηση του τι είναι βουνό και πώς το ορίζουμε, ειδικά σε μια κατεξοχήν ορεινή χώρα όπως η Ελλάδα.
Ο Ν. Νέζης, σε ένα από τα βιβλία του, παραθέτει χαρακτηριστική επιχειρηματολογία για τη δυσκολία ορισμού: «…έγκειται στο ότι είναι λίγα τα βουνά που υψώνονται μόνα τους και ξέχωρα στη γύρω περιοχή. Τα περισσότερα βουνά μας ενώνονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας πολυκόρυφους ορεινούς όγκους και σχηματισμούς, καθαρές ή απροσδιόριστες οροσειρές και πολυσύνθετα ορεινά συγκροτήματα […] τότε απομένει στον μελετητή να κρίνει, με βάση την ιστορική γεωγραφία, την τοπογραφική ή ακόμα και την οπτική εικόνα που παρουσιάζει ένας ορεινός όγκος, ή από τη διαφορετική γεωλογική σύσταση των επιμέρους τμημάτων του, εάν μπορεί να τον θεωρήσει ξεχωριστό βουνό με δική του ονομασία ή να τον εντάξει ως κορυφή ή ομάδα κορυφών σε κάποιον άλλο ορεινό όγκο ή συγκρότημα» (Νέζης, 2010 τ. 1).
Οι ορισμοί με βάση το υψόμετρο περιπλέκουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Κάποιοι ορίζουν ως βουνό τις εξάρσεις του εδάφους άνω των 300μ., άλλοι άνω των 400μ. ενώ υπάρχουν και αυτοί που τοποθετούν το ελάχιστο υψόμετρο μετάβασης από λόφο σε βουνό στα 700μ.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διασαφήνιση των ορισμών θα μπορούσε να αναλυθεί σε ολόκληρο βιβλίο, διευκολύναμε την ανάλυσή μας για αυτό το άρθρο συνθέτοντας επιμέρους πηγές και καταλήγοντας στην εξής κατηγοριοποίηση:
Όρος (βουνό). Φυσικό ύψωμα της γης άνω των 700μ. με ανώμαλες εξάρσεις του εδάφους και τουλάχιστον μία εξέχουσα κορυφή.
Οροσειρά. Ομάδα ορέων ή ορεινών συγκροτημάτων που συνδέονται μεταξύ τους και αποτελούν μία διακριτή γεωγραφική ενότητα.
Οι δυο παραπάνω κατηγορίες προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ περίπλοκων ορισμών και της κοινής αντίληψης για το τι είναι βουνό και τι οροσειρά. Για τη χαρτογραφική μας ανάλυση, εξετάσαμε την οροσειρά της Πίνδου λαμβάνοντας ως ελάχιστο όριο έναρξης ενός όρους τη ζώνη μεταξύ 700-900μ.
Πώς έχει οριστεί η Πίνδος μέχρι σήμερα
Η μελέτη των πηγών και η ανάλυση του χώρου ανέδειξαν έναν παράγοντα-κλειδί: Τουλάχιστον κατά την αρχαιότητα, η ονομασία και τα όρια της οροσειράς ήταν αντικείμενο αλλαγών και επαναπροσδιορισμού που προέκυψε από τις δυσκολίες της ορεινής διαβίωσης αλλά και της διάσχισης των βουνών της οροσειράς. Η Πίνδος αποτελούσε –και ακόμη αποτελεί– έναν πανύψηλο γεωμορφολογικό φράκτη, που μόνον χάρη στη μοντέρνα τεχνολογία διασχίζουμε πλέον σε χρόνο ρεκόρ μερικών ωρών.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας, προσδιορίσαμε ορισμένους παράγοντες μελέτης:
Επικρατούσα αντίληψη ορίων και ονόματος: ο παράγοντας άνθρωπος.
Υδρολογία: ο παράγοντας ποταμών και υδρογραφικών λεκανών.
Ο παράγοντας γεωλογία.
Ιστορία και χρήση του ονόματος: ο παράγοντας άνθρωπος.
Ο Φ. Δασούλας, σε εκτενές άρθρο του στο Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Το όνομα Πίνδος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε χωρίς μεγάλη σαφήνεια, μερικές φορές για σημαντική έκταση της οροσειράς και περιστασιακά μόνο για κάποιο βουνό ή ομάδα βουνών» (Δασούλας, 2012).
Σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ του 1985 η έκταση της Πίνδου ορίζεται ως εξής: «Η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί προέκταση των Διναρικών Άλπεων και διασχίζει τον ελληνικό χώρο από Βορρά προς Νότο, χωρίζοντας τη χώρα σε δύο κομμάτια. Αρχίζοντας από το βουνό Μοράβα και Γράμμο στα σύνορα με την Αλβανία, τελειώνει με το συγκρότημα των Αγράφων» (ΕΡΤ Αρχείο).
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, ο Άγγλος ευγενής John Hunt, αρχηγός της πρώτης επιτυχούς αποστολής ανάβασης του Έβερεστ (1953)διοργανώνει το 1963 αποστολή με σκοπό «να διασχίσει την Πίνδο από τους Δελφούς στον Νότο έως την Καστοριά στον Βορρά.» (Ανεβαίνοντας, 2019).
Σκαλίζοντας το παρελθόν ανακαλύπτουμε ότι οι πρώτες αναφορές στο όνομα Πίνδος ανήκουν στον Στράβωνα. Οι αναφορές, οι περιγραφές και η τεκμηρίωση του ονόματος και των ορίων της περιοχής της Πίνδου ανά τους αιώνες ποικίλλουν, μεταβάλλονται, ξεχνιούνται, επανακαθορίζονται. Στη βιβλιογραφία θα συναντήσουμε ονόματα ποταμών, φυλών, βουνών, αλλά και μελετητών: Ίναχος, Αχελώος, Δόλοπες, Τάλαρες, Εκαταίος, Στράβων, Λάκμος, Εύηνος, Αμφίλοχος, Παρωραία, Τύμφη, Μέτζοβον, Αχελώος, Ίων, Λίβιος και πολλά άλλα και άλλοι.
Κοινός παρονομαστής των προαναφερθέντων πηγών και αναφορών αποτελεί αυτό που ο Φ. Δασούλας (Δασούλας, 2012) καταδεικνύει ως ασάφεια ονοματολογίας: «Αρκεί η αναζήτηση μίας τοπογραφικής ερμηνείας για να αντιληφθούμε ότι αυτή η ονομασία αναφέρεται σε μία ορεινή περιοχή τα όρια της οποίας εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις ανά τους αιώνες». Ισχυρίζεται δε ότι «οι κάτοικοι της Πίνδου ποτέ δεν θεώρησαν τα βουνά πάνω στα οποία κατοικούσαν ως ενιαίο ορεινό σύστημα, δεν αξιολόγησαν δηλαδή αυτόν τον χώρο με κριτήρια μιας συνολικής γεωγραφίας ή μιας πολιτικής ενότητας, ούτε διατύπωσαν την αναγκαιότητα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους κάτω από μία κοινή γεωγραφική ονομασία».
Υδρολογία: ο παράγοντας ποταμών και υδρογραφικών λεκανών
Οι ποταμοί και το δαιδαλώδες δίκτυο ρεμάτων που τους τροφοδοτεί είναι ο βασικότερος και πιο προσδιορίσιμος παράγοντας για να αντιληφθούμε τη φυσική κατανομή του χώρου. Εξετάζοντας τις υδρογραφικές λεκάνες των ποταμών της Πίνδου, βλέπουμε ότι οι υδροκρίτες τους διατηρούν μια μη-διακοπτομένη γραμμή από Βορρά προς Νότο.
Πολλές από τις κορυφογραμμές της αποτελούν ένα φυσικό σύνορο, εκατέρωθεν του οποίου οι υδρογραφικές λεκάνες αποστραγγίζουν το νερό είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά, τροφοδοτώντας αρκετούς από τους μεγάλους και σημαντικούς ποταμούς της χώρας μας. Η οροσειρά τροφοδοτεί εξ ολοκλήρου τον Μόρνο, σχεδόν εξ ολοκλήρου τον Αώο, τον Σαραντάπορο και τον Εύηνο, ενώ τμηματικά τροφοδοτεί τον Αλιάκμονα, τον Άραχθο, τον Πηνειό, τον Αχελώο, τον Σπερχειό και τον βοιωτικό Κηφισό. Σε μικρότερο βαθμό, τα βουνά της Πίνδου τροφοδοτούν ακόμη και τους ποταμούς Καλαμά και Λούρο.
Τοποθετώντας και αναλύοντας τις υδρογραφικές λεκάνες σε χάρτη, γίνεται αντιληπτό ότι από τα σύνορα με την Αλβανία, στο ύψος της δρακόλιμνης Γκίστοβας, μέχρι και την κορυφή Σαράνταινα της Οξυάς μια αδιαίρετη γραμμή από Βορρά προς Νότο διαχωρίζει τις λεκάνες απορροής των ποταμών ανατολικά και δυτικά της. Από τη Σαράνταινα μέχρι τον Κορινθιακό χωρίζεται σε δύο κύριους κλάδους με κατευθύνσεις ΝΔ/ΝΑ, που δημιουργούν αντίστοιχα τη λεκάνη απορροής του Εύηνου και τις λεκάνες απορροής του Μόρνου και της πεδιάδας της Άμφισσας. [βλέπε Χάρτης υδρ. λεκανών]
Φαίνεται ότι ακόμη και αρχαίοι μελετητές όπως ο Στράβων ήταν σε θέση να αντιληφθούν τη σημασία του παράγοντα των υδρογραφικών λεκανών. Ο Φ. Δασούλας, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και πηγές όπως ο Στράβων και ο Εκαταίος, αναφέρει: «Πίνδος είναι η ορεινή ζώνη που περιλαμβάνει τις ορεινές λεκάνες απορροής των υδάτινων ρευμάτων που συμβάλουν στον σχηματισμό του Πηνειού και του Αχελώου»(Δασούλας, 2012).
Γεωλογία
Η διαμόρφωση του εδάφους και του υπεδάφους μιας περιοχής σε αυτό το ασταμάτητο και συνεχώς μεταβαλλόμενο μόρφωμα που λέγεται γεώσφαιρα επηρεάζεται από παράγοντες όπως οι κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών, το κλίμα και μικροκλίμα της περιοχής, η βιοποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας και, βεβαίως, ο κύκλος του νερού.
Αποτέλεσμα της τεκτονικής δραστηριότητας της γης είναι η ορογένεση, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει το έδαφος και το μικροκλίμα μιας περιοχής. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν οι ξαφνικοί άνεμοι και οι καταιγίδες που δημιουργεί τοπικά ένα ψηλό βουνό, καθώς και η χειμαρρώδης πορεία του νερού που στο πέρασμά του μεταφέρει σημαντικό όγκο ιζημάτων, τα οποία και αποθέτει στις χαμηλότερες περιοχές.
Περισσότερο από 200 εκ. χρόνια, κάποια από τα εδάφη της Ευρασίας τα έβρεχε ο ωκεανός της Τηθύος. Στον βυθό του, συνέβησαν ισχυρές τεκτονικές κινήσεις με αποτέλεσμα τη σταδιακή ορογένεση συγκροτημάτων όπως οι Άλπεις, η Πίνδος, η Ροδόπη κ.ά.
Στον γεωγραφικό χώρο της Ελληνικής επικράτειας υπάρχουν 14 γεωτεκτονικές ζώνες (Μουντράκης, 1985). Κάθε μία από τις ζώνες αυτές διαθέτει κάποια κοινά χαρακτηριστικά και πετρώματα, ενώ «επικοινωνούν» μεταξύ τους με επιμήκη ρήγματα και επωθήσεις ως αποτέλεσμα των συνεχών κινήσεων των λιθοσφαιρικών πλακών.
Στον παρακάτω χάρτη των γεωτεκτονικών ζωνών της Ελλάδας, παρατηρούμε ότι δύο επιμήκεις ζώνες διατρέχουν σχεδόν ολόκληρη την ηπειρωτική, ορεινή επικράτεια, από Βορρά προς Νότο: η ζώνη της Πίνδου που επεκτείνεται και στην Πελοπόννησο και η Πελαγονική ζώνη. Τρεις προσκείμενες, μικρότερες ζώνες περιλαμβάνουν επίσης αρκετά από τα βουνά της ευρύτερης ηπειρωτικής χώρας: η Ζώνη Παρνασσού – Γκιώνας, η Ζώνη Γάβροβου – Τρίπολης και η Υπο-Πελαγονική Ζώνη.
Η γεωλογική ζώνη Ωλονού – Πίνδου (ζώνη Πίνδου) περιγράφεται και στο βιβλίο του Δ. Μουντράκη «Γεωλογία της Ελλάδος»: «Η ζώνη Ωλονού – Πίνδου από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα κατεβαίνει προς τον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας στα βουνά Πίνδος, Άγραφα, Αιτωλικό, Βαρδούσια και μετά στην Πελοπόννησο στα βουνά Παναχαϊκό και Ωλονό» (Μουντράκης, 1985).
Ο συνεκτικός για τον ορισμό των ορίων μιας οροσειράς παράγοντας της γεωλογίας τεκμηριώνεται επίσης και στο άρθρο του Φ. Δασούλα: «Γεωλογικά η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί μία συνέχεια των Δειναρικών Άλπεων που κυριαρχούν σε όλη την δυτική ζώνη της Βαλκανικής Χερσονήσου, της οποίας ως βόρειο άκρο της μπορεί να οριστεί το οροπέδιο της Κορυτσάς στην νοτιοανατολική Αλβανία και ως νοτιότερο σημείο της ο Κορινθιακός Κόλπος» (Δασούλας, 2012).
Συμπεράσματα
Το όνομα και κυρίως τα όρια της οροσειράς της Πίνδου στον ελληνικό χώρο αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο ερμηνείας, ιδωμένα από διαφορετικές σκοπιές και πρίσματα. Οι αναφορές είναι αναρίθμητες και ποικίλλουν, από αξιωματικούς του Ιούλιου Καίσαρα μέχρι φυσιοδίφες του Μεσαίωνα, εγχειρίδια γεωλογίας και μοντέρνα σχολικά βιβλία.
Σήμερα ωστόσο, οι προσλαμβάνουσες της ονοματοθεσίας και του τοπωνυμικού μιας περιοχής δεν συμβαδίζουν με τις παρελθούσες αντιλήψεις.
Η έρευνά μας αναδεικνύει ως κύριο παράγοντα ανάλυσης τη μορφολογία του εδάφους. Ως «Πίνδο» εντοπίζουμε μία ενιαία γεωγραφική ενότητα, ένα σύμπλεγμα ορεινών συγκροτημάτων με διακριτά όρια και νοητές προεκτάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ως όριο μετάβασης από λόφο σε βουνό τη ζώνη 700-900μ. και οπτικοποιώντας αρχικά τα εδάφη με υψόμετρο >900μ., τότε τα όρια της οροσειράς μπορούν να τεκμηριωθούν ως εξής:
Βόρεια: ο Γράμμος.
Νότια: οι απολήξεις της Γκιώνας και των βουνών κοντά στον Κορινθιακό Κόλπο.
Ανατολικά: οι απολήξεις των βουνών που τροφοδοτούν τον Αλιάκμονα (Γράμμος, Βόιο, Όρλιακας κ.λπ.), Κόζιακας, λίμνη Πλαστήρα, Οίτη.
Δυτικά: η πεδιάδα της Κόνιτσας, το Μιτσικέλι, ο ποταμός Άραχθος, τα δυτικά Άγραφα, η τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών και το Παναιτωλικό.
Για να γίνουν ευκολότερα αντιληπτά η έκταση και τα όρια της οροσειράς, δημιουργήσαμε τον παρακάτω χάρτη στον οποίο τοποθετήσαμε επίσης μια νοητή κατανομή της σε Βόρεια, Κεντρική και Νότια Πίνδο. Ας σημειωθεί ότι δεν θεωρούμε αυτή την κατανομή δεσμευτική με οποιοδήποτε τρόπο. [βλέπε Χάρτης διαχωρισμών]
Επίλογος
Διάφοροι λόγοι, με προεξέχοντες την άκριτη αναπαραγωγή παλιότερων ερμηνειών, την ονοματοθεσία από ερευνητές και αρμόδιους χωρίς εντοπιότητα, καθώς και την έλλειψη ενδιαφέροντος τεκμηρίωσης από μεριάς του επίσημου κράτους, δημιούργησαν αντιφατικές ερμηνείες για την έκταση και τα όρια μίας αχανούς γεωγραφικής ενότητας: του συμπλέγματος ορεινών συγκροτημάτων της Πίνδου.
Ωστόσο, υδρολογικοί, κλιματικοί και γεωλογικοί παράγοντες συνάδουν στον καθορισμό της ως μιας ευρύτερης, συνεχόμενης ορεινής γεωγραφικής περιοχής, με έκταση που μπορεί να οριοθετηθεί (εντός Ελλάδος) από τον Κορινθιακό Κόλπο έως τα σύνορα με την Αλβανία (και αντίστροφα).
Είναι βέβαιο ότι ποικίλοι ορισμοί και διαχωρισμοί θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι το κράτος να επαναπροσδιορίσει ποια είναι τα όρια της οροσειράς και πώς μπορούμε να την κατατμήσουμε. Έως τότε, παράγοντες όπως τοπικές σκοπιμότητες, αλλαγές στη γλώσσα και το λεξιλόγιό της κ.ά. θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την αντίληψη για την οροσειρά που σύμφωνα με τα σχολικά βιβλία «εκτείνεται από τον Κορινθιακό Κόλπο έως το βουνό Γράμμος».
ΠΗΓΕΣ
Μουντράκης Δ., “Γεωλογία της Ελλάδος” University Studio Press
Νέζης Ν., “Τα Ελληνικά Βουνά – Γεωγραφική Εγκυκλοπαίδεια” Τόμοι 1-2, ΕΟΟΑ
Δασούλας Φ., “Πίνδος. Οι Γεωγραφικές και Ιστορικές διαστάσεις ενός ονόματος” Ηπειρωτικό Ημερολόγιο
Νιτσιάκος Β., “Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Ηπείρου” Πλέθρον
Moreri L., Le grand dictionnaire historique ou Le mélange curieux de l'histoire sacrée et profane
Broughton J., ”A Journey Through Albania: And Other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, During the Years 1809 and 1810” Scholars Select
Comments